- προτρεπτική
- προτρεπτικόςhortatoryfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έλα — (I) ἔλα (Α) «ἥλιος, αὐγή, καῡμα. Λάκωνες» (Ησύχ.). (II) (Μ ἔλα) 1. με προτρεπτική σημασία («έλα τώρα να δούμε τις λεπτομέρειες») 2. ως παρακελευσματικό μόριο («βασιλείς ελάτε, ελάτε και κτυπήσατε κι εδώ», Σολωμός) 3. με το που ως διηγηματικό… … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… … Dictionary of Greek
για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
προτρεπτικός — ή, ό / προτρεπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [προτρέπω] 1. ο κατάλληλος στο να προτρέπει ή αυτός που παρακινεί («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Iσοκρ.) αρχ. 1. ερεθιστικός, διεγερτικός («ἔδεσμα γάλακτος… … Dictionary of Greek
σήκα — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) (ως προτρεπτική επιφώνηση βοσκού προς το ποίμνιό του) μέσα στη μάντρα, μέσα στον στάβλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σηκός «μάντρα» (πρβλ. σῖγα, σάφα, τάχα)] … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
τικ — Aκανόνιστη κίνηση, που επαναλαμβάνεται δίχως σκοπό και στερεοτυπική, που διαφέρει από τον τρόμο, γιατί απουσιάζει ο ρυθμός. Είναι μια μορφή νεύρωσης καταναγκασμού. Το άτομο που πάσχει από αυτήν αισθάνεται την προτρεπτική ανάγκη εκτέλεσης μιας… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия